-
1 ζωδιον
1) фигурка, изображение животного(γλύφεσθαι ζῴδια Arst.; ζ. ἀργυροῦν Plut.)
κρητῆρα ζῳδίων πιμπλάναι Her. — покрыть чашу изображениями животных2) pl. знаки зодиака(δώδεκα ζῳδίων χῶραι Arst.)
τῶν ζῳδίων κύκλος Arst. — зодиак
1 ζωδιον
(γλύφεσθαι ζῴδια Arst.; ζ. ἀργυροῦν Plut.)
(δώδεκα ζῳδίων χῶραι Arst.)